- τζίτζιφο
- τοο καρπός της τζιτζιφιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζίτζιφο — και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Ν βοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού αρχ. ζίζυφον] … Dictionary of Greek
τζίντζυφο — το, Ν βοτ. βλ. τζίτζιφο … Dictionary of Greek
τζίτζυφο — το, Ν βοτ. βλ. τζίτζιφο … Dictionary of Greek
τζιτζιφιά — Φυτό της οικογένειας των ραμνιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται μάλλον από την Κίνα, αλλά εγκλιματίστηκε στις θερμότερες ζώνες της νότιας Ευρώπης· στην Ελλάδα συναντάται ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο ύψους 3 5 μ.· οι καρποί… … Dictionary of Greek